- σκυλοπνίκτης
- ο, θηλ. σκυλοπνίκτρα, Νβλ. σκυλοπνίχτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκυλοπνίχτης — ο / σκυλοπνίκτης, ΝΜ, και θηλ. σκυλοπνίχτρα, Ν, και σκυλλοπνίκτης Μ νεοελλ. μτφ. παλιό ή κακής κατασκευής πλοίο, τού οποίου οι επιβάτες κινδυνεύουν κάθε στιγμή να βρουν τραγικό θάνατο σαν τα αδέσποτα σκυλιά μσν. (ως ερμηνεία τού λυδικού ονόματος… … Dictionary of Greek